Aug 7, 2012

Ο Πακιστανός




Ο Πακιστανός. Σε όλες τις κλίσεις, σε όλες τις προσφωνήσεις, με όλες τις στίξεις. Με θαυμαστικά, με κεφαλαία, με εισαγωγικά. Χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο, χωρίς ιδιότητα. Ο Πακιστανός.

Με όλους τους επιθετικούς προσδιορισμούς πριν από το όνομα-εθνικότητα, τους πολύ επιθετικούς όμως, αυτούς που δεν αφήνουν περιθώριο, αυτούς που έχουν ήδη δικάσει, αυτούς που για να τους προφέρεις πρέπει πρώτα να'χεις γίνει κι εσύ ζώο.

Ας πούμε, γράφουν "ο βιαστής", αλλά για βιασμό δεν ξέρουμε ακόμα. Δεν πειράζει. Ο Πακιστανός.

Γράφουν πως είναι ήδη δολοφόνος, το ξέρουνε καλά πως αυτός είναι, αλλά δεν έχουν παραδεχτεί ποτέ τους τι κάνει τους δολοφόνους, τι είναι ένας δολοφόνος. Δεν έχουν μάθει. Δεν πειράζει. Ο Πακιστανός.

Λένε πως είναι δράκος, γιατί ένας δράκος χρειάζεται στο παραμύθι. Ειδικά τώρα. Και οι πραγματικοί δράκοι, μας μοιάζουν τρομακτικά. Και δεν λέει. Πάντα μπορεί να υπάρχει ένας διαθέσιμος. Πακιστανός.

Είναι ανθρωπόμορφο κτήνος, είναι πακιστανόμορφο κτήνος, είναι απλώς και μόνο η προέλευσή του, άντε και η ηλικία του, ακόμα κι όταν δεν είναι κτήνος. Είναι μόνο από το Πακιστάν, τίποτα άλλο δεν ξέρουμε, τίποτα άλλο δεν θέλουμε να ξέρουμε. Είναι κτήνος επειδή είναι. Ο Πακιστανός.

Ομολόγησε σε άπταιστα ελληνικά, δεν τον ακούσαμε ποτέ, δεν ξέρουμε ούτε τ'όνομά του, άλλος θα τον πει Αλί, άλλος Αχμέτ, δεν θα μάθουμε ποτέ, ξέρουμε όμως το DNA του, ξέρουμε ότι DNA και Πακιστάν μαζί, είναι αυτά που πρέπει να ξέρουμε, ξέρουμε επίσης πως υπήρξε η ταυτοποίηση, στα ρούχα στα μαλλιά, μέσα σε μία μέρα μόλις, σε λίγες ώρες, αν η αστυνομία θέλει, βρίσκει. Τον Πακιστανό.

Δεν είχε όνομα η δουλειά του, δεν είχε χαρτιά για τη δουλειά του, δεν είχε αφεντικό, δεν είχε όνομα τ'αφεντικό, δεν είχε μισθό, δεν είναι θέματα αυτά, πως μπορείς να μιλάς για μισθό εδώ εγινε έγκλημα, σωστά, έγκλημα που δεν υπήρξε δικηγόρος, δεν μπορεί να έχει δικηγόρο, είναι μόνο τέρας, έγκλημα που δεν υπήρξαν ονόματα, μόνο σκιές, μόνο μια σκιά. Ο Πακιστανός.

Ανοίγεις το μέγκα και δεν βλέπεις ονόματα, δεν βλέπεις πράξεις, δεν βλέπεις ιδέες, δεν βλέπεις οπτικές, δεν βλέπεις γωνίες, ούτε αγωνίες, δεν βλέπεις στοιχεία, δεν βλέπεις πρόσωπα να λένε κάτι. Βλέπεις μόνο γραφικά, βλέπεις μόνο πλάνα χωρίς είδηση, βλέπεις σκιές, βλέπεις φόβο, βλέπεις σαπίλα, βλέπεις ζωντανές συνδέσεις, βλέπεις ολογράμματα να τρώνε τις σάρκες τους. Βλέπεις σάλια και ρόπαλα, ξύλο σε ζωντανή σύνδεση, γελάκια σε ζωντανή σύνδεση, γελάκια σε σύνδεση με το ξύλο, αηδία σε ζωντανή σύνδεση. Τίτλοι σε βιασμένη γλώσσα που περνάνε πάνω από την αηδία και γράφουν μόνο μια λέξη. Ο Πακιστανός.

Μιλάνε για τη χώρα του, για τον πολιτισμό του, μιλάνε μιλάνε μιλάνε όσο εκείνος δεν μπορεί να μιλήσει, δεν επιτρέπεται να μιλήσει, αν γινόταν θα του κόβαμε και το στόμα για να μη μιλήσει. Όπως ο Δουρής. Ο Πακιστανός.

Δεν είναι ανώτερος, δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι ανώτερος, δεν είναι καν μαύρος, δεν κερδίζει πουθενά. Έχει το χρώμα της βρώμας, της δικής μας βρώμας. Ο Πακιστανός.

Είναι κακομοίρης, είναι κακομοίριος της μοίρας του, είναι τα εφτά κακά της μοίρας του, είναι τα φτου κακά των κακών μας, είναι φτωχός, είναι κηπουρός, είναι χωρίς χαρτιά. Ο Πακιστανός.

Δεν συμμετέχει σε ολυμπιάδες, δεν παίρνει διακρίσεις, δεν παίρνει ναρκωτικά, δεν ανήκει στη δύση. Ο Πακιστανός.

Θα μας βγάλει έξω απ'το ευρώ, θα μας αποτελειώσει, θα φάει τα παιδιά μας, θα βιάσει τις γυναίκες μας. Ο Πακιστανός.

Μόνο όταν σκοτώνει, βρίσκουμε κουβέντες γι'αυτόν. Ακόμα κι αν δεν σκοτώνει, αλλά μάλλον σκοτώνει. Αφού τον κυνηγάμε. Ο Πακιστανός.

Δεν ξέρουμε το όνομα, γιατί δεν έχει όνομα. Ποτέ δεν είχε όνομα, ποτέ δεν χρειάστηκε όνομα, μπορεί να τον λέγαν Αλί, μπορεί να ήταν ο Αχμέτ, ήταν ο δούλευε ρε μαλάκα, ήταν ο ποιος σου είπε για ένσημα ρε μαλακσιμένο, ήταν ο άδειασέ μας τη γωνιά τώρα που τελείωσαν οι ολυμπιακοί μας, ήταν ο χέστηκα αν δεν έχεις σπίτι να μείνεις, να τους πάρετε σπίτια σας, να πάτε αλλού, να πάτε στο διάολο, εδώ μένουμε μόνο έλληνες, εδώ μένουμε μόνο οι μαλάκες. Για σένα έχουμε μόνο τίτλους στις ειδήσεις και στα άθλια μπλογκ μας και στις φυλλάδες που τυπώνουμε με σκατά. Ο Πακιστανός.

Κι οι κατσαρίδες στους δρόμους μας κάνουν πάρτι. Οι δρόμοι μας ζέχνουν και η μπόχα βγαίνει πια από το σπίτι μας, δεν μπαίνει από το δρόμο. Σκουπίδια παντού και κατσαρίδες. Ο Πακιστανός.

Φέτος δεν έχει φωτιές, δεν μας καίνε τα σκάνδαλα, δεν μας ματώνει η πείνα μας. Φέτος δεν έχει προβλήματα, δεν έχει προδότες, έχει μόνο ευθύνη, μόνο μίσος, μόνο κόκκινες γραμμές, μόνο κτηνωδία, μόνο κτηνωδία. Ο Πακιστανός.

Τα δικά μας όρια τα είδαμε, τα αγνοήσαμε, τα γελάσαμε. Τώρα ξέρουμε ποιος θα πάρει τα κρίμματά μας, ξέρουμε ποιος θα πληρώσει. Ο Πακιστανός.

Ξέρουμε ποιος δεν είναι έλληνας. Ο Πακιστανός.

Σίδερα μασάει. Ο Πακιστανός.

Τώρα τρέμει σαν το ψάρι, στην πυρά του μπρος, αλλά μην το πείτε κανενός.

Και πως τη φοβάται ο φτωχός Πακιστανός.



Και όλα τα εξηγεί αυτό. Ο Πακιστανός.

Jun 26, 2012

Ποιος παίζει Μπετόβεν όταν ο κόσμος πεθαίνει της πείνας;


Όταν παίζουμε μουσική διηγούμαστε, μερικές φορές και ασυνείδητα ακόμη, κάποια πράγματα. Μπροστά σε ένα κοινό το οποίο, για παράδειγμα, δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του πιάνο ή κλαρινέτο, η πρώτη επαφή με τη μουσική είναι μια αποκάλυψη, ένα είδος θείας κοινωνίας μεταξύ της μουσικής και των ανθρώπων αυτών.

Εδώ και 20 χρόνια, κάπου στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο, ένας διοργανωτής συναυλιών μου είπε: "Δεν είναι απαραίτητο να δίνεσαι ολοκληρωτικά κάθε φορά που παίζεις, εκτός κι αν παίζεις σε μεγάλες πόλεις". Μου πρότεινε να παίζω 250 φορές το χρόνο κι εγώ του είπα ότι κάτι τέτοιο για μένα είναι τελείως αδύνατο. Κάθε συναυλία είναι για μένα μια τεράστια συναισθηματική –αλλά και σωματική- δοκιμασία. Μετά από κάθε συναυλία έχω ανάγκη από τρεις μέρες καθημερινής ζωής και εργασίας με το πιάνο μου. Μου απάντησε: "Μα όλα αυτά είναι πολύ απλά. Καταναλώνεσαι μόνο στις μεγαλουπόλεις. Στις υπόλοιπες βάζεις απλά τη μηχανή σε λειτουργία".

Καμιά φορά όταν παίζουμε βρισκόμαστε σε τέτοια κατάσταση υπευαισθησίας που έρχονται στο μυαλό μας νέες ιδέες που γεννιώνται από την παρουσία του κοινού. Έτσι για μερικά έργα κατ’εξοχήν συγκινησιακά φορτισμένα, όπως για παράδειγμα το ρομαντικό ρεπερτόριο ή οι δραματικές σονάτες του Μπετόβεν, μόνο αφού τα παίξουμε μπροστά στο κοινό καμιά εικοσαριά φορές τουλάχιστον, αρχίζουμε να βρίσκουμε αυτή τη γαλήνια και συνάμα γεμάτη πάθος γραμμή μουσικής έκφρασης. Στις φυλακές ή μπροστά σε χωριάτες, πολύ συχνά τυχαίνει να παίζουμε το ίδιο κομμάτι πολλές φορές, κάτι που δεν γίνεται στις συναυλίες. Εκείνη τη στιγμή πρέπει να ψάξουμε να βρούμε την εικόνα που αντιστοιχεί στη μουσική, μια στιγμή δημιουργίας, μια στιγμή έντονης μέθεξης. Στη φυλακή των Μπωμέτ, στη Μασσαλία, έπαιζα ένα κομμάτι του Γ.Σ.Μπαχ, και ένας κρατούμενος είπε ότι αισθάνθηκε ότι βρισκόταν αλλού, ότι ταξίδευε με τη μουσική αυτή και ότι βρέθηκε στην Ελβετία, μια χώρα που τον άφηνε εντελώς αδιάφορο. Πίσω του έβλεπε ένα κάστρο, που ούτε κι αυτό τον ενδιέφερε, και μπροστά του υπήρχε μια λίμνη. Αυτή η λίμνη αποκτούσε στα μάτια του μεγάλη σπουδαιότητα εξ αιτίας του χρώματος του νερού, ένα χρώμα που μέχρι τώρα δεν είχε ξαναδεί. Ένας άλλος μου είπε: "Κι εγώ βρισκόμουν αλλού, ήμουν καθισμένος στην όχθη του ποταμού όπου το νερό κυλούσε γαλήνια". Ένας άλλος απλά σχολίασε: "Βρέχει". Κι όμως δεν τους είχα καθόλου μιλήσει για τις δικές μου, τις προσωπικές εντυπώσεις, απλά έπαιξα το ίδιο κομμάτι τρεις φορές. Λίγο αργότερα ανέσυρα την παρτιτούρα μου, όπου είχα σημειώσει τις πρώτες μου εντυπώσεις όταν διάβαζα το συγκεκριμένο έργο. Είχα σημειώσει: Το νερό που κυλά γαλήνια.

Μια μέρα ένας κρατούμενος μου μίλησε για ένα, εμπορικό προφανώς, μουσικό κομμάτι. Τον ρώτησα για τί μίλαγε η μουσική αυτή. Και μου είπε: "Ονομάζεται Γράμμα στη μητέρα μου". Τον ρώτησα λοιπόν θες να παίξω ένα γράμμα στη μητέρα σου; -Και βέβαια. –Πως είναι η μητέρα σου; -Είναι πολύ καλή. Είναι μια γυναίκα γεμάτη αγάπη.

Του έπαιξα ένα νυκτερινό του Γκάμπριελ Φωρέ. Οι κρατούμενοι το άκουσαν σε απόλυτη σιγή και μου ζήτησαν να το επαναλάβω.

Οι καθηγητές των ωδείων δεν επιμένουν αρκετά πάνω σε αυτή την πτυχή της άμεσης επικοινωνίας της μουσικής. Τους απασχολούν κυρίως η τεχνική τελειότητα και οι ασκήσει με τον μετρονόμο και ξεχνούν το βασικό, που είναι η ανάσα των ήχων, η έξαρση, η ενέργεια που πρέπει καθένας να βρει μέσα στο κορμί του για να μπορέσει καλύτερα να μεταδώσει κάθε συναίσθημα. Η μουσική ξυπνά μέσα μας διάφορα πράγματα και η αποκάλυψη αυτή μπορεί να γίνει εμπειρία μαζική.

Πρόσφατα, στην Αντίμπ υπήρχαν πολλοί νέοι. Τους είπα: "Μπορώ, αν θέλετε, να σας δώσω μια τυπική συναυλία ή μια συναυλία με ό,τι μου ζητήσετε". Ούρλιαξαν: "Εμείς θέλουμε παραγγελίες". Μερικοί με ρώτησαν με μεγάλη άνεση: "Τι είναι για σένα η αγάπη, μουσικά;" Έπαιξα Σούμαν και Μπραμς. Και έπειτα: "Τι είναι για σένα η δόνηση, η ταραχή;" και έπαιξα την Ενάτη Σπουδή του Σοπέν. "Τι είναι ο θάνατος, η ηδονή;" Τι υπέροχος που ήταν αυτός ο κύκλος ανθρώπινων συναισθημάτων! Ούτε εγώ μα ούτε κι αυτοί θέλαμε πια να φύγουμε.

Πιστεύω ότι εμείς οι μουσικοί, οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι είμαστε κατά κανόνα πολύ γενναιόδωροι. Έχουμε ανάγκη την ανθρώπινη επαφή και έχουμε την ανάγκη να δίνουμε. Ο περίγυρός μας όμως μας δημιουργεί σιγά-σιγά (και ανάλογα με το προχώρημα στη δουλειά) σκληρούς εξαναγκασμούς κυρίως υλικούς. Και τότε μας είναι δύσκολο να συμφιλιώσουμε αυτή την ευαισθησία με τις φροντίδες της καριέρας μας. Έγινε πια σχεδόν μόδα να παίζουμε υπέρ των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με τον όρο βέβαια να δοθεί στην εκδήλωση όσο γίνεται μεγαλύτερη δημοσιότητα. Ή να παίζουμε υπέρ των προσφύγων, υπό τον όρο όμως να το κάνουμε μπροστά σε όλες τις τηλεοράσεις του κόσμου.

Όταν πήγαμε στη Χιλή την εποχή της δικτατορίας του στρατηγού Πινοσέτ, στις φτωχογειτονιές του Σαντιάγκο ή στυν ύπαιθρο, αισθανθήκαμε ότι προσφέραμε κάτι. Δεν μιλούσαμε για τα δικαιώματα του ανθρώπου γιατί θα μας κυνηγούσαν. Μιλούσαμε όμως για το Μπετόβεν, για τη ζωή του, παίζοντας μερικά κομμάτια και για όλα του τα όνειρα που έκανε για τη Γαλλική Επανάσταση. Έπαιξα Σοπέν και διηγήθηκα την εξορία αυτού του Πολωνού συνθέτη, και όλα αυτά ήταν τόσο πολύ συνδεδεμένα με τη χιλιανή ζωή που το κοινό εκφραζόταν με φράσεις και κραυγές. Και όλοι έφευγαν από τη συναυλία λέγοντας: "Πρέπει να αποκαταστήσουμε τη δημοκρατία!"

Γνώρισα έναν Λατινοαμερικάνο χωρικό ο οποίος διηγιόταν το πώς καταλάβαινε ο ίδιος τη ζωή του Μπαχ. Ήταν ερωτευμένος με μια μουσική που δεν είχε ακούσει ποτέ. Δεν ήξερε ποιος ήταν ο Μπαχ και νόμιζε ότι ήταν κάποιος σύγχρονός του από τη Βόρεια Αργεντινή. Ο άνθρωπος αυτός διηγόταν σε χιλιάδες ανθρώπους μέσα σε ένα εργοστάσιο ζάχαρης την πορεία που έκανε για να ανακαλύψει τη μουσική του Μπαχ, μέχρι που έμαθε τελικά ότι ο Μπαχ δεν ζούσε πια στις μέρες μας και ότι ήταν ένας εξαίσιος μουσικός. Έκανε μια διάλεξη εντελώς διαφορετική από αυτή που κάναμε εμείς στο ωδείο. Για αυτόν ο Μπαχ ήταν αδλεφός, ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά που αντιμετώπιζε με θάρρος τα προβλήματα του κόσμου, μα πάνω απ’όλα ήταν ένα άτομο στρατευμένο, με την οικογένειά του, με τα θρησκευτικά του πιστεύω, που προσπαθούσε να τα βιώνει όσο το δυνατόν πληρέστερα χωρίς να νοιάζεται αν αυτό άρσεσε στις εκκλησιαστικές αρχές, και μάλιστα σε μια εποχή που οι μουσικοί ήταν σκλάβοι. Μίλησε λοιπόν για τη σημασία που είχε η λαϊκή μουσική στον Μπαχ. Εγώ που είχα ξοδέψει τρία χρόνια από τη ζωή μου μελετώντας τον δεν το είχα σκεφτεί ποτέ.

Διαφώνησα έντονα με τους Λατινοαμερικάνους διανοούμενους που υποστήριζαν: "Και τί ωφελεί να παίζεις Μπετόβεν όταν οι άνθρωποι πεινούν;" Και τους απαντούσα: "Μα όταν ακούν Μπετόβεν, η ζωή τους αλλάζει. Κι εμείς οι ίδιοι αλλάζουμε". Κάποτε θα έρθει η μέρα όπου όλοι αυτοί θα γίνουν οι υποστηρικτές του πολιτισμού τους, όταν θα τον νοιώσουν σε όλη του την ομορφιά. Θα είναι ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτή η καταναλωτική μουσική που εισβάλλει σε όλον τον πλανήτη.

[Miguel Angel Estrella, δημοσιευμένο στα Αφιερώματα της Le Monde Diplomatique, ελληνική έκδοση, τεύχος 4, Ιούνιος 1994]


Miguel Angel Estrella, διεθνώς αναγνωρισμένος πιανίστας, γεννήθηκε στην επαρχία Τουκουμάν στα βόρεια της Αργεντινής. Τα ανθρωπιστικά του αισθήματα των ώθησαν από πολύ νωρίς να παίζει μουσική και για τους πιο ταπεινούς. Το 1976 το στρατιωτικό καθεστώ τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει τη χώρα του. Το 1977 στην Ουρουγουάη υπέστη την τύχη των «εξαφανισθέντων», και μόνο μετά από μια παγκόσμια εκστρατεία υποστήριξης κατάφερε να ξαναβρεί την ελευθερία του το 1980.

Mar 28, 2012

Η ακίνητη παρέλαση


Οι άνθρωποι κρατούσαν Κυριακές στα χέρια τους,
κρατούσανε αγαπημένα ονόματα
και μνήμες από εκδρομές που κάναν κάποτε
στη θάλασσα.
Οι δρόμοι ήταν έρημοι,
η θάλασσα ήταν μακρινή
και τα καράβια
είχαν αναληφθεί στον ουρανό
κι είχανε γίνει σύννεφα.
Οι άνθρωποι κρατούσανε λουλούδια μαραμένα
και κοίταζαν τον ουρανό.
Ένα κακό προαίσθημα βροχής
τους έκανε να μην μπορούν να προχωρήσουν.
Μέναν εκεί ακίνητοι σαν δέντρα
-ή μήπως ήταν ήδη δέντρα;-
Μέναν εκεί ακίνητοι σαν τοίχοι
-ή μήπως ήταν ήδη τοίχοι;-
Ο άνεμος σαν μεθυσμένος ή ανάπηρος
παραπατούσε ανάμεσά τους,
ξήλωνε τις αφίσες που'χανε ντυθεί,
τους γύμνωνε.
Οι άνθρωποι δεν αντιστέκονταν, περίμεναν·
με πέτρινα αγαλμάτινα χαμόγελα
-ίσως και να'ταν ήδη αγάλματα-
καλούσαν τα πουλιά.
Όμως εκείνα είχαν μια κατεύθυνση, ένα σκοπό,
τον ήλιο·
δεν χαμηλώνανε παρά για να πεθάνουν.
Οι άνθρωποι κρατούσανε νεκρά πουλιά στα χέρια,
πουλιά που ήταν κάποτε
χαρμόσυνες αργίες, Κυριακές
και εκδρομές στη θάλασσα.

[Αργύρης Χιόνης, Η ακίνητη παρέλαση, από τη συλλογή Σχήματα απουσίας, 1973]

*η φωτογραφία είναι του Σπύρου Στάβερη, αναδημοσιευμένη από εδώ

Jan 25, 2012

ο μεταίχμιος λόγος ενός δημιουργού

Η λέξη "μετέωρο" σημαδεύει το δισταγμό ανάμεσα σε ένα καμμένο χθες και σε ένα άγνωστο αύριο.
Η ταινία ασχολείται με το πρόβλημα των συνόρων σαν πρόβλημα ορίων, όχι μόνο γεωγραφίας αλλά όριο λόγου, όριο ανάμεσα στο χθες και το αύριο, όριο επικοινωνίας. Το πρόβλημα των συνόρων, ιδωμένο από όλες του τις πλευρές, ακόμη και από την υπαρξιακή του πλευρά. Τα όριά μας, τα όρια της ύπαρξης. Το σύνορο ανάμεσα σε έναν εγκλωβισμό που είναι η ίδια μας η ύπαρξη και την ελευθερία πέρα από αυτό που είναι ένα καθαρά υπαρξιακό πρόβλημα.
Η Αριστερά είναι πολύ φυσικό να έχει όλη αυτή την προβληματική. Να αισθάνεται δηλαδή την απώλεια και το κενό. Εκείνο που είναι βέβαια σημαντικό είναι ότι δεν βλέπει ακόμη κανένα αύριο.
Μπορεί να γίνει ολόκληρη ανάλυση του τι σημαίνει το βίαιο πέρασμα από εβδομήντα χρόνια "κρατικού καπιταλισμού" σε μια κατάσταση ελεύθερης αγοράς. Είναι τέλος των ψευδαισθήσεων, αν βέβαια υπήρξαν. Το ερώτημα όμως είναι πόσο από τους ανθρώπους αυτούς πίστευαν στο λεγόμενο σοσιαλιστικό πείραμα. Αυτά που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή εκεί, η έξαρση του εγκλήματος, η πορνεία, η πείνα, δεν δείχνουν καθόλου ότι οι άνθρωποι αυτοί διέθεταν συνείδηση σοσιαλιστική. Το αντίθετο. Από την άλλη μεριά μπορεί να είναι αρχή αυταπάτης, από τη στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν ότι η λύση του προβλήματος είναι η ελεύθερη αγορά, ο άγριος καπιταλισμός. Όλα αυτά σηματοδοτούν τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Μια Ευρώπη των προσφύγων, όπου το πρόβλημα της προσφυγιάς επιτείνεται ολοένα και θα'ναι αυτό που θα χαρακτηρίζει τα μελλοντικά χρόνια.
Η ένταξη στην Ευρώπη υπακούει σε μια οικονομική επιταγή ενώ η έκρηξη εθνικισμού σε ένα κενό της ύπαρξης. Η μια τάση λέει, το συμφέρον μας είναι η ένωση και η άλλη ότι μπροστά στο κενό και στην έλλειψη συστήματος αναφοράς το μόνο που μας απομένει είναι η θρησκεία και τα σύνορα. Βεβαίως υπάρχει μια τεράστια αντίφαση. Αυτή την αντίφαση θα τη ζήσει με πολύ έμφαση η Ευρώπη τα επόμενα χρόνια. Γι'αυτό ούτε η Ενωμένη Ευρώπη θα πάει τόσο ομαλά όσο προβλεπόταν από τους σχεδιαστές της.
[...]
Υπάρχει μια επιστροφή, η οποία όμως δεν είναι της έννοιας ότι η Ιστορία κάνει κύκλους και επιστρέφει στο ίδιο σημείο. Η Ιστορία προχωρά με σπιράλ. Ωστόσο υπάρχει ανάγκη γέννησης ενός καινούργιου οράματος, ενός καινούργιου ουμανισμού. Θα'λεγα έτσι τολμηρά, μια εφεύρεση ενός καινούργιου διαφωτισμού.
[...]
Δεν ξέρω τι μπορεί να προτείνει κανείς στη νέα γενιά. Εγώ από τη μεριά μου -αυτό που κάνει αυτή η ταινία μου, όπως και η προηγούμενη, είναι μια πρόταση ονείρου. Μια πρόταση ανακάλυψης μιας καινούριας ουτοπίας. Υπάρχει μια φράση μέσα στο έργο. Υποτίθεται ότι ο Μαστρογιάννι σαν πρόσωπο μέσα στην ταινία έχει γράψει ένα βιβλίο και το βιβλίο τελειώνει με την εξής φράση: "Μερικές λέξεις-κλειδιά θα μπορούσαν να δώσουν ζωή σε ένα καινούργιο συλλογικό όνειρο". Υπάρχει ένα παραμύθι μέσα στην ταινία που μιλάει για την εποχή στην οποία αναφέρονται όλοι οι μελλοντολόγοι, γύρω στο 4000, που η Γη θα πλησιάσει πολύ τον Ήλιο και θα αρχίσει να καίγεται. Όταν λοιπόν θα αρχίσει να καίγεται η Γη, λέει το παραμύθι που εξιστορεί ο Μαστρογιάννι, οι άνθρωποι του πλανήτη μας θα πρέπει να φύγουν ο καθένας από το μέρος που βρίσκεται και θα βρεθούν όλοι στην έρημο της Σαχάρας όπου ένα παιδί θα αμολήσει ένα χαρταετό. Ο χαρταετός θα πάει πολύ ψηλά και θα χαθεί στο διάστημα. Όλη η ανθρωπότητα θα κρατάει από κάτι, ένα ζώο, ένα φυτό, λίγους σπόρους στάρι. Θα πιαστούν από το σπάγγο και θα φύγουν με το χαρταετό στο διάστημα σε αναζήτηση άλλου πλανήτη.
Ένα είδος κιβωτού του Νώε. Μέσα από αυτό το παραμύθι φαίνεται ότι ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας αυτού του κόσμου είναι να ονειρεύεται. Γιατί από τη στιγμή που δεν ονειρεύεται είναι άρρωστος.
Αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι ο κόσμος όλος έχει φορέσει σκούρα γυαλιά και δεν βλέπει τίποτα. Δεν είναι έτσι. Ακόμη και όταν δεν αντιδρά, ακόμη και όταν δεν προφέρει τα χρώματα, ξέρει ότι υπάρχουν.
Ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος, βλέπω τα πράγματα πάντα σε σύνδεση με ένα παρελθόν και πάντα με μια ιστορική προοπτική. Γιατί αυτό που απουσιάζει σήμερα στη στάση των ανθρώπων είναι η ιστορική προοπτική. Όλοι έχουν μια αίσθηση τέλους, σαν πραγματικά όλα να τελειώνουν εδώ.

Θόδωρος Αγγελόπουλος

[από συνέντευξή του στο περιοδικό Επτάμισι, Ιανουάριος 1992]

*είναι η εποχή που παρουσιάζεται η ταινία του Το μετέωρο βήμα του πελαργού