Sep 15, 2011

ιταλία, όπως ελλάδα

[...] Στο βαθμό που, έξω απ'το θέατρο και την τέχνη, λείπει μια έρευνα, λείπει η εξιστόρηση μιας τραγωδίας, λείπει η χαρτογράφηση μιας πιθανής ευτυχίας, λείπει εκείνος που δίνει ηχώ σε μια κραυγή, λείπει εκείνος που ξαναγράφει τις ιστορίες, εκείνος που βρίσκει τους ενόχους, εκείνος που γράφει τις ειδήσεις, εκείνος που φτιάχνει βιβλιογραφίες από μαρτυρίες, αυτά τα κενά, πληρωμένα απ'το θέατρο, απ'τη λογοτεχνία, παραπέμπουν σε όλη την έκταση που μπορεί να λάβει το πληρωμένο κενό. [...] Στα θέατρα πηγαίνουν για να ακούσουν αυτόν που δεν μπορεί πια να μιλήσει από άλλα μέρη. Στα θέατρα επιλέγει κανείς να συζητήσει για τις νέες διαδρομές, γιατί έχει ανάγκη να κοιτάζει κάποιον κατάματα, να ακούει τις λέξεις να αναπηδούν και να οσμίζεται τους μεν και τους δε. Το παράδοξο που βρίσκει λύση είναι ότι ακριβώς το θέατρο, ένας καθ'ολοκληρίαν τόπος ψέματος, μυθοπλαστικής παράστασης, γίνεται ο τόπος της πιθανής αλήθειας. Της κάθε αλήθειας, κατά συνέπεια.

Η αλήθεια δεν είναι μετρήσιμη: οι παράμετροι, οι αποδείξεις, τα αποτελέσματα των ερευνών δεν λένε ποτέ την αλήθεια, εντούτοις την προσεγγίζουν, την περιχαρακώνουν. Εκείνο που ίσως μπορεί κανείς να εκτιμήσει είναι η δυνατότητα να κατακτηθεί και να διαρθρωθεί η αλήθεια, ο χώρος της, η περίμετρός της, οι συνθήκες στις οποίες γεννάται. Να γίνει αντιληπτός ο χώρος που παραχωρείται  στην έρευνα, στο στοχασμό, στη διαδρομή που ακολουθείται μέχρι να φτάσει κανείς στην αλήθεια, να την τεκμηριώσει, να βρει τον τρόπο να την πει. Και, κυρίως, να βρει τα εργαλεία για να την εστιάσει, να βρει την οπτική γωνία που δεν καθιστά απλό ό,τι είναι σύνθετο, αλλά το καθιστά ορατό και ευεξήγητο. Γιατί η αλήθεια, οποιαδήποτε αλήθεια, πρέπει κατά κύριο λόγο να ερμηνεύεται. Πόσο χώρο καταλαμβάνει σήμερα η αλήθεια, η εξιστόρησή της; Οι πιο κατάφωρες αλήθειες, αλλά και οι πιο κρυφές, καταφέρνουν να αποκαλυφθούν;

[...] Πως να εκτιμήσει κανείς την κατάσταση της αλήθειας στην Ιταλία; Την κατάσταση της δυνατότητας να την πεις, να την εντοπίσεις; Το επίπεδο της σεισμικής αντίληψης της αλήθειας σ'αυτή τη ΄χωρα, ο αδύναμος παλμός της ανιχνεύεται στον καρπό πολλών άγνωστων καταστάσεων, που μόλις τώρα αναφέρονται ακροθιγώς στα τοπικά χρονικά, παραμελημένες σαν απομονωμένες κορυφές: επεισόδια που αγνοεί όποιος ερμηνεύει το διάγραμμα. [...]

Συχνά, όταν οι άλλοι μου μιλούν για την Ιταλία με τα προβλήματα αποδιοργάνωσης, τα γραφειοκρατικά δράματα, την άναρχη δόμηση, την κίνηση που σου ρουφάει το χρόνο και τη ζωή, σαν μια παρακατιανή περιοχή της Ευρώπης που όμως παραμένει πάντα Ευρώπη, νιώθω σαν να ζω σε μια χώρα που δε γνωρίζω. Εγώ γνωρίζω μια χώρα όπου η ζωή του καθενός πληρώνει την απουσία βασικών αρχών. Να αποφασίσεις να μη μεταναστεύσεις. Να αποφασίσεις να ζητήσεις μια υπερωρία χωρίς να απολυθείς, να αποφασίσεις να ανοίξεις ένα κατάστημα χωρίς να πρέπει να προσανατολιστείς αυτόματα σε συγκεκριμένες προμήθειες, να αποφασίσεις να δώσεις τη μαρτυρία σου χωρίς να φοβάσαι τις συνέπειες. Να μπορείς να δουλέψεις σε μια έρευνα χωρίς να έχεις εναντίον σου ολόκληρη την περιοχή. Εκείνο που φαντάζει αυτονόητο οπουδήποτε αλλού, που είναι κατοχυρωμένο ως δικαίωμα, μηχανισμός τον οποίο αποδέχεται κανείς ως default, όπως θα έλεγαν οι πληροφορικάριοι, εδώ δεν έχει αξία. Υπάρχουν μέρη και καταστάσεις όπου δεν είναι δυνατόν να προφέρεις ονόματα, όπου και μόνο το να κοιτάς τη δουλειά σου αρχίζει να γίνεται ένα στοιχείο που σε εκθέτει σε κίνδυνο. Όπου εκείνο που θα έπρεπε να είναι απλό, όπως το να υποδεικνύεις ένα λάθος, να επισημαίνεις μια καταστροφή, να αποφασίζεις να καταγγείλεις ή απλώς να πεις κάτι, να το ζητήσεις, να το απαιτήσεις συνεπάγεται θυσία. Κίνδυνο. Φυγή. Απειλή θανάτου. Αυτό συμβαίνει στην Ιταλία.

Είναι να αναρωτιέται κανείς, κι εγώ το κάνω συχνά, αν πρόκειται για την οργή που μόνο το Κακό μπορεί να δείξει, σαν να προκαλεί στραβισμό στο μάτι, προσανατολίζοντάς το προς κάτι που ζει στα κρυφά και η οργή το ξετρυπώνει. Λες κι αυτό που κάνει το στομάχι σου να γυρίζει, ίδιο μ'ένα τέρας κλεισμένο στο σκοτάδι που δεν καταφέρνει να βρει οδούς διαφυγής, σου επιβάλλει να μη σκέφτεσαι κάτι άλλο, σε καταδικάζει στην εμμονή να σκέφτεσαι όσα δεν μπορείς να εκφράσεις, να σκέφτεσαι πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν δεσμοί ανάμεσα σε εξουσίες όλο και πιο επεκτατικές που δε σου επιτρέπουν να ζεις όπως θα ήθελες. Αλλά το να το αγνοήσεις, να αγνοήσεις όλα αυτά είναι αδύνατον.

Μια καταλανική έκφραση μου έδινε ανέκαθεν το μέτρο για το πόσο δύσκολο είναι να ανιχνεύσει κανείς την αλήθεια: "Όταν υπάρχει πλημμύρα, το πρώτο πράγμα που λείπει είναι το πόσιμο νερό". Και μέσα στο χάος των πληροφοριών θέλεις να καταλάβεις πραγματικά τι συμβαίνει. Θέλεις πόσιμο νερό. Πόσο αξίζει η αλήθεια σ'ετούτη τη χώρα; Από που μπορούν να σταχυολογηθούν οι ιστορίες που χαράσσουν το περίγραμμά της; Η προσοχή αποκτά καθοριστική σημασία, γιατί μόνο αυτή επιτρέπει να μη βυθιστούν στη λήθη τα συγκεκριμένα γεγονότα. Αλλά η μόνη προσοχή είναι αυτή της διήγησης.

Το θέατρο μετατρέπει σε φωνή ό,τι είναι λέξη, του δίνει φυσιογνωμία, καλύπτει μ'ένα σάρκινο μανδύα τις λέξεις, χωρίς να τις καταπιέζει, αντιθέτως ξεσκεπάζοντάς τες, δίνοντάς τους επιδερμίδα και συνεπώς καθιστώντας τες ιστορίες ενός τόπου και κάθε τόπου, ένα πρόσωπο για όλα τα πρόσωπα, κι αυτό είναι που η εξουσία, οποιαδήποτε εξουσία, φοβάται περισσότερο. Γιατί πρόσωπα δεν έχουν πια οι εχθροί τους, εχθρός μπορεί να γίνει το κάθε πρόσωπο. Η δύναμη του θεατρικού χώρου ως τόπου που σπάει τη μοναξιά, που επιτρέπει τη διάδοση μιας αλήθειας καμωμένης από τύμπανα και ιδρώτα, από βλέμματα και αδύναμα φώτα, μου φαίνεται σήμερα περισσότερο απ'ό,τι σε άλλες εποχές απαραίτητη. Μια αλήθεια ειπωμένη σε συνθήκες μοναξιάς δεν είναι άλλο από μια εν πολλοίς καταδίκη αυτής της χώρας. Αν όμως αναπηδά πάνω στις γλώσσες των πολλών, αν προστατεύεται από άλλα χείλη, αν γίνεται κοινό γεύμα, παύει να είναι μια αλήθεια και πολλαπλασιάζεται, προσλαμβάνει νέα περιγράμματα, γίνεται πολλαπλή και πλέον δεν αποδίδεται μόνο σε ένα πρόσωπο, σε ένα κείμενο, σε μια φωνή. Και το συμπόσιο, η τράπεζα, το φαγοπότι στο οποίο αυτό μπορεί να συμβεί μου αρέσει να σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να είναι και η σκηνή. Θα χρειαζόταν να απαιτήσουμε να στεγνώσει η διαρκής και υπερβολική προσοχή που δίνεται στις διακηρύξεις των πολιτικών και να δημιουργηθεί χώρος για μια συνεχή και πολυφωνική διήγηση της χώρας. Να απαιτήσουμε να πολλαπλασιαστούν οι διηγήσεις για να τη γνωρίσουμε και να την κατανοήσουμε ως τη μόνη προϋπόθεση για να πάρει κανείς πλήρη υπηκοότητα σε τούτη τη χώρα, για να καταλάβουμε πραγματικά ποιες δυναμικές την κυβερνούν, για να μάθουμε τι συμβαίνει πέρα απ'τις οχλαγωγίες της πολιτικής. [...]

[Ρομπέρτο Σαβιάνο, Και όμως, η αλήθεια υπάρχει, από το τελευταίο βιβλίο του Η ομορφιά και η κόλαση, εκδόσεις Πατάκη, 2011]